ακατακάθιστος

ακατακάθιστος
-η, -ο [κατακαθίζω]
1. αυτός που δεν έχει κατακαθίσει, δεν έχει κατασταλάξει
«ακατακάθιστος καφές»
2. όποιος δεν κάθεται κάτω ούτε στιγμή, ο αεικίνητος
«ακατακάθιστο παιδί»
3. μτφ. εκείνος που δεν έχει κατακάτσει, δεν έχει κατευναστεί
«ακατακάθιστη οργή».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακατακάθιστος — η, ο αυτός που δεν κατακάθισε, δεν καταστάλαξε: Το κρασί είναι ακόμη ακατακάθιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαγάριστος — η, ο [λαγαρίζω] (για υγρά και μέταλλα) αυτός που δεν διυλίστηκε ή δεν αποστάχθηκε, ακατακάθιστος, ακαθάριστος, θολός, θαμπός (π. χ. «αλαγάριστο κρασί» και μτφ. «αλαγάριστες ιδέες», συγκεχυμένες, μπερδεμένες) …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”