- ακατακάθιστος
- -η, -ο [κατακαθίζω]1. αυτός που δεν έχει κατακαθίσει, δεν έχει κατασταλάξει«ακατακάθιστος καφές»2. όποιος δεν κάθεται κάτω ούτε στιγμή, ο αεικίνητος«ακατακάθιστο παιδί»3. μτφ. εκείνος που δεν έχει κατακάτσει, δεν έχει κατευναστεί«ακατακάθιστη οργή».
Dictionary of Greek. 2013.